- ελίχρυσο
- το (Α ἑλίχρυσος, -ο)αναρριχητικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
δεσποινοβότανο — το ονομασία τού φυτού ελίχρυσο το ανατολικό … Dictionary of Greek
δεσποινόχορτο — το ονομασία τού φυτού ελίχρυσο το σικελικό … Dictionary of Greek
σταθούρι — και σταθόρι και στιθώρι, το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού αμάραντος 2. κοινή ονομασία τού φυτού ελίχρυσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
χρυσάνθεμο — Φυτό του γένους χρυσάνθεμο (οικογένεια σύνθετων ή κομποζιτών, δικοτυλήδονα) που κατάγονται από την Ιαπωνία (είναι το εθνικό της άνθος) και την Κίνα και καλλιεργούνται για διακοσμητικούς σκοπούς. Συνήθως με τη λέξη χ. εννοούνται τα υβρίδια των… … Dictionary of Greek